- ψευδόπλουτος
- ψευδόπλουτοςfeigned to be richmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδόπλουτος — ον, Α αυτός που παριστάνει τον πλούσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πλοῦτος, πρβλ. νεό πλουτος] … Dictionary of Greek
ψευδόπλουτον — ψευδόπλουτος feigned to be rich masc/fem acc sg ψευδόπλουτος feigned to be rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek